- εκχερσώνω
- και εκχερσώ (-όω) (Μ ἐκχεσῶ)1. κάνω τη χέρσα γη καλλιεργήσιμη, τήν απαλλάσω από πέτρες, θάμνους κ.λπ.2. μτφ. («τὰς ἀκανθώδεις ῥύπας [τῆς ψυχῆς] ἐξεχέρσωσας», Γ. Πισίδ.)3. μέσ. ξηραίνομαι («εξεχερσώθη ο κήπος», Πρόδρ.).
Dictionary of Greek. 2013.