εκχερσώνω

εκχερσώνω
και εκχερσώ (-όω) (Μ ἐκχεσῶ)
1. κάνω τη χέρσα γη καλλιεργήσιμη, τήν απαλλάσω από πέτρες, θάμνους κ.λπ.
2. μτφ. («τὰς ἀκανθώδεις ῥύπας [τῆς ψυχῆς] ἐξεχέρσωσας», Γ. Πισίδ.)
3. μέσ. ξηραίνομαι («εξεχερσώθη ο κήπος», Πρόδρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εκχερσώνω — εκχερσώνω, εκχέρσωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εκχερσώνω — εκχέρσωσα, εκχερσώθηκα, εκχερσωμένος, μτβ., χέρσα γη τη μεταβάλλω σε καλλιεργήσιμη αφαιρώντας τους θάμνους, τις πέτρες κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κτίζω — και χτίζω (AM κτίζω) 1. (για πόλη) ανεγείρω, ιδρύω, θεμελιώνω (α. «κτιζομένη πόλις», Φιλόδ. β. «ο Μέγας Αλέξανδρος έκτισε την Αλεξάνδρεια» γ. «Πάμμιλον πέμψαντες Σελινοῡντα κτίζουσι», Θουκ. δ. «Σμύρνην τὴν ἀπὸ Κολοφώνος κτισθεῑσαν», Ηρόδ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • ξεχερσώνω — μεταβάλλω χέρσα γη σε καλλιεργήσιμη, εκχερσώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ χερσώνω (αόρ. ἐξ εχέρσωσα), βλ. και λ. ξ(ε) ] …   Dictionary of Greek

  • χερσοκοπώ — έω, Α [χερσοκόπος] εκχερσώνω, ξεχερσώνω, καθαρίζω και οργώνω χέρσα περιοχή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”